- σάζι
- το, Ν1. είδος εύκαμπτου καλάμου που χρησιμοποιείται για ψάθες2. μουσ. λάουτο τής Ανατολής που έχει απιοειδές σχήμα και μακρύ βραχίονα με τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαζένιος — α, ο, Ν ο φτιαγμένος με σάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάζι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
σαζ — το, Ν μουσ. βλ. σάζι … Dictionary of Greek
ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… … Dictionary of Greek